- άπλεχτος
- η , ο1) несплетённый; незаплетённый (о волосах); 2) несвязанный, недовязанный (о вязаных вещах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άπλεχτος — η, ο (AM ἄπλεκτος, ον) αυτός που δεν έχει πλεχθεί, άπλοκος … Dictionary of Greek
άπλεχτος — η, ο αυτός που δεν πλέχτηκε: Το πουλόβερ στεκόταν ακόμη άπλεχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπλοκος — η, ο (AM ἄπλοκος, ον) 1. άπλεχτος, όχι πλεγμένος 2. (λόγος) χωρίς πλοκή … Dictionary of Greek